νεογενεῖς

νεογενεῖς
νεογενής
new-born
masc/fem acc pl
νεογενής
new-born
masc/fem nom/voc pl (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… …   Dictionary of Greek

  • φλύσχης — Στη γεωλογία, όρος της γερμανοελβετικής διαλέκτου (flysch), που σημαίνει «έδαφος που ολισθαίνει». Χρησιμοποιήθηκε από πολύ παλιά για να χαρακτηριστεί ένας ιδιαίτερος, κρητιδοπαλιογενής σχηματισμός των βόρειων Άλπεων, ενώ σήμερα αρχίζει να… …   Dictionary of Greek

  • χίδρα — (I) και δ. γρφ. χέδρα, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «χίδρα στάχυες νεογενεῑς ἤ τὰ ἐξ ὀσπρίων ἄλευρα ἤ σῑτος νέος φρυττόμενος ἤ τὰ ὀσπριώδη σπέρματα». [ΕΤΥΜΟΛ. Εσφ. γρφ. αντί τού πληθ. χῖδρα τής λ. χῖδρον*]. (II) τὰ, Α βλ. χῑδρον …   Dictionary of Greek

  • άνθρακες, ορυκτοί — Χημικός όρος, γενικής σημασίας, με τον οποίο χαρακτηρίζονται οι πλούσιες σε άνθρακα ύλες, οι οποίες σχηματίζονται είτε με φυσική μετατροπή των φυτικών λειψάνων (o.ά.) είτε με τεχνητή, με την επίδραση θερμικής ενέργειας σε διάφορες οργανικές ύλες… …   Dictionary of Greek

  • Απένινα — (Apennino). Οροσειρά που αποτελεί τη σπονδυλική στήλη και το κυριότερο γεωμορφολογικό στοιχείο της Ιταλικής χερσονήσου. Τα Α. σχηματίζουν ένα μεγάλο τόξο κυρτό στα Α και έχουν μήκος 1.350 χλμ., ενώ το πλάτος τους κυμαίνεται από 40 έως 120 χλμ. Τα …   Dictionary of Greek

  • Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου …   Dictionary of Greek

  • κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… …   Dictionary of Greek

  • Κουβέιτ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κουβέιτ Έκταση: 17.818 τ. χλμ. Πληθυσμός: 2.111.561 (2002) Πρωτεύουσα: Κουβέιτ (32.600 κάτ. το 2003)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β και ΒΔ με το Ιράκ και στα Ν και ΝΔ με τη Σαουδική… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

  • Μητσόπουλος, Μάξιμος — (Αθήνα 1897 – 1968). Γεωλόγος, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Διετέλεσε καθηγητής της γεωλογίας στη σχολή εφαρμογής μηχανικού (1929 36), καθηγητής της φυσιογνωσίας στα προσαρτημένα σχολεία του Μετσόβιου Πολυτεχνείου (1936 39), υφηγητής (1938) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”